- φαιδρύντρια
- φαιδρύν-τρια, ἡ, fem. of φαιδρυντής, σπαργάνων φ.A washer of baby-linen, A.Ch. 759.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαιδρύντρια — washer fem nom/voc sg φαιδρυντής cleanser fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρύντρια — ἡ, Α βλ. φαιδρυντής … Dictionary of Greek
φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… … Dictionary of Greek